σκιοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκιοσκόπιο | τα | σκιοσκόπια |
γενική | του | σκιοσκόπιου & σκιοσκοπίου |
των | σκιοσκόπιων & σκιοσκοπίων |
αιτιατική | το | σκιοσκόπιο | τα | σκιοσκόπια |
κλητική | σκιοσκόπιο | σκιοσκόπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκιοσκόπιο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκιοσκόπιο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκιοσκόπιο
|