σκοροκτόνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκοροκτόνο < σκόρος + -ο- + -κτόνο (< αρχαία ελληνική κτείνω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σκοροκτόνο ουδέτερο
- σκεύασμα που συμβάλλει στην καταπολέμηση του σκόρου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκοροκτόνο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -κτόνο (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)