σκουληκομερμηγκότρυπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκουληκομερμηγκότρυπα θηλυκό (και σκουληκομυρμηγκότρυπα)
- Τρύπα σκουληκιών και μυρμηγκιών. Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γλωσσοδέτες.
- Φτού, σκουληκομερμηγκότρυπα!
- Σκουληκομερμηγκότρυπα με τα σκουληκομερμηγκόπουλά σου, βάλε τις μπάρες, τις αμπάρες, τις κλειδαροαμπαραμπάρες, γιατί έρχεται ο κότσυφας, ο μότσυφας, με τα κοτσυφομοτσυφοπαιδόπουλά του να σου φάει τα σκουλήκια, τα μερμήγκια, τα σκουληκομερμηγκοπαιδόπουλά σου.
- Έκφραση για να δηλωθεί δυσκολία στην προφορά μιας λέξης.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκουληκομερμηγκότρυπα
|