σουρτούκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σουρτούκω | οι | σουρτούκες |
γενική | της | σουρτούκως | των | σουρτούκων |
αιτιατική | τη | σουρτούκω | τις | σουρτούκες |
κλητική | σουρτούκω | σουρτούκες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουρτούκω < σουρτούκ(ης) + -ω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /suɾˈtu.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σουρ‐τού‐κω
- ομόηχο: [[σουρ|τού|κο}}
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουρτούκω θηλυκό
- άλλη μορφή του σουρτούκα, θηλυκό του σουρτούκης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σουρτούκης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουρτούκω
|