σπιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σπιέρα | οι | σπιέρες |
γενική | της | σπιέρας | — | |
αιτιατική | τη | σπιέρα | τις | σπιέρες |
κλητική | σπιέρα | σπιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπιέρα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπιέρα θηλυκό
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα) εσωτερικό παραθύρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπιέρα
|