σπουδαιογέλοιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπουδαιογέλοιος < σπουδογέλοιος < αρχαία ελληνική σπουδαῖος (< σπουδή) + γελοῖος
Επίθετο[επεξεργασία]
σπουδαιογέλοιος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του σπουδογέλοιος σε επιγραφή της Ίμβρου (IG XII, 8 87)
- ※ μύ̣[σ]της εὐσεβὴς Καλλὴν σπουδαιογέλο[ι]ος. Εὔδημος, Στράτηγο[ς], Φιλόστρατο[ς], Ἐπάγαθ[ο]ς (Επιγραφή IG XII,8 87, από την Ίμβρο)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- σπουδαιογέλοιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από επιγραφές (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)