σταυρεπικονίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταυρεπικονίαση | οι | σταυρεπικονιάσεις |
γενική | της | σταυρεπικονίασης* | των | σταυρεπικονιάσεων |
αιτιατική | τη | σταυρεπικονίαση | τις | σταυρεπικονιάσεις |
κλητική | σταυρεπικονίαση | σταυρεπικονιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταυρεπικονιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταυρεπικονίαση < σταυρός + επικονίαση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταυρεπικονίαση θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταυρεπικονίαση
|