στεγανότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στεγανότητα < (ελληνιστική κοινή) στεγανότης < αρχαία ελληνική στεγανός < στέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στεγανότητα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη στεγανός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στεγανότητα