στερεοπαροχή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ste.ɾe.o.pa.ɾoˈçi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐ρε‐ο‐πα‐ρο‐χή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στερεοπαροχή θηλυκό
- (νεολογισμός) η μεταφορά στερεών φερτών υλικών σε ποταμούς
- ※ Καθηγητές και ερευνητές του τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών προχώρησαν το προηγούμενο διάστημα σε καταγραφή των σημείων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα μετά τον «Ιανό». Συνολικά καταγράφηκαν πάνω από 260 θέσεις που αναπτύσσονται κατολισθητικά φαινόμενα, τα οποία τροφοδότησαν με μεγάλες ποσότητες στερεοπαροχής το υδρογραφικό δίκτυο και ενίσχυσαν καθοριστικά το πλημμυρικό κύμα. (Γιώργος Λιάλιος, Μετακίνηση οικισμών λόγω κατολισθήσεων, Η Καθημερινή, 9 Ιανουαρίου 2021)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στερεοπαροχή
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα στερεο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)