στιχηράριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στιχηράριο | τα | στιχηράρια |
γενική | του | στιχηράριου & στιχηραρίου |
των | στιχηράριων & στιχηραρίων |
αιτιατική | το | στιχηράριο | τα | στιχηράρια |
κλητική | στιχηράριο | στιχηράρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στιχηράριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στιχηράριο
|