στοίχειωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοίχειωμα < → λείπει η ετυμολογίατο να γίνεται σκοτωμένος στοιχειό ή η παρουσία στοιχειού σε έναν τόπο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοίχειωμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοίχειωμα
|