στοιβασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοιβασία < (ελληνιστική κοινή) στοιβασία < στοιβάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοιβασία θηλυκό
- η στοίχιση και η τοποθέτηση διαφόρων πραγμάτων σε στοίβες
- (ναυτικός όρος) η στοίχιση και η τοποθέτηση φορτίου σε πλοίο και η κατανομή της σαβούρας με τέτοιο τρόπο, ώστε να αποφεύγονται μετατοπίσεις του φορτίου, όταν έχει τρικυμία