στραβούλιακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στραβούλιακας | οι | στραβούλιακες |
γενική | του | στραβούλιακα | των | στραβούλιακων |
αιτιατική | τον | στραβούλιακα | τους | στραβούλιακες |
κλητική | στραβούλιακα | στραβούλιακες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στραβούλιακας αρσενικό
- (μειωτικό, λαϊκότροπο και υβριστικό) εκείνος που δεν βλέπει καλά, που φοράει γυαλιά και π.χ. εμπλέκεται σε ένα ατύχημα ή πέφτει πάνω σε κάποιον άλλον
- Δεν έβλεπες την τύφλα σου στραβούλιακα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βαρύμαγκας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούλιακας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)