στρυχνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρυχνισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική strychninism < ελληνιστική κοινή στρύχνος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρυχνισμός αρσενικό
- (ιατρική) δηλητηρίαση από στρυχνίνη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρυχνισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)