στρωματοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στρωματοθήκη < στρώματ(ος) + -ο- + -θήκη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στρωματοθήκη θηλυκό
- θήκη, συνήθως υφασμάτινη ή άλλοτε αδιάβροχη, για την προστασία στρώματος από το λέρωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στρωματοθήκη
|