συμμαθήτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμμαθήτρια < συμμαθητής + -τρια < αρχαία ελληνική συμμαθητής < συν- + μαθητής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συμμαθήτρια θηλυκό
- θηλυκό του συμμαθητής