συνεπακόλουθο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεπακόλουθο < αρχαία ελληνική συνεπακολουθέω / συνεπακολουθῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνεπακόλουθο ουδέτερο
- συνέπεια ή αποτέλεσμα που προκύπτει μαζί με κάτι άλλο