συνεύρημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συνεύρημα τα συνευρήματα
      γενική του συνευρήματος των συνευρημάτων
    αιτιατική το συνεύρημα τα συνευρήματα
     κλητική συνεύρημα συνευρήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεύρημα < συν- + εύρημα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνεύρημα ουδέτερο

  • εύρημα που εντοπίζεται μαζί με άλλα
    ※  Πρόκειται για ένα αντικείμενο σαφώς χρονολογημένο μεταξύ του 830 π.Χ. και του 730 π.Χ., όπως αποδεικνύουν τα συνευρήματα από τον τάφο. (εφ. Το Βήμα, 24.11.2008)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]