συντάσσομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συντάσσομαι < (ελληνιστική κοινή) συντάσσομαι < αρχαία ελληνική συντάσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
συντάσσομαι
- τάσσομαι στο πλευρό κάποιου, συμφωνώ με τη γνώμη του
- Συντάχθηκε η Τουρκία με τον Άσαντ
- (στο στρατό και στη γυμναστική:) τάσσομαι κατά μία ορισμένη σειρά ή μορφή παράταξης
- Συνταχθείτε ανά τετράδες / τριάδες
- (συντακτικό, για λέξεις) τοποθετούμαι όχι αυθαίρετα, αλλά σε μια σειρά και με μορφή-τύπο που ορίζεται από κάποιους κανόνες
- το ρήμα αυτό συντάσσεται με αιτιατική και ...
- γράφομαι, όταν γράφεται κάτι από πολλούς, ή σχετικά περίπλοκο, ή που έχει μια ορισμένη σειρά ή απαιτητική δομή, κάτι επίσημο, κάτι που απαιτεί σύνθεση δεδομένων
- η εγκυκλοπαίδεια συντάχθηκε από ακαδημαϊκούς / το κείμενο της συνθήκης του Μάαστριχτ συντάχθηκε / η επιστολή συντάχθηκε (αλλά το ποίημα ή το διήγημα, γράφτηκε)
- γράφομαι κρυφά, με αδιαφάνεια, ή κατ' εντολήν κάποιου που δεν φαίνεται στο προσκήνιο
- το κείμενο που τυπικά υπογράφουν οι εργαζόμενοι εναντίον των απεργών συναδέλφων τους στην πραγματικότητα συντάχθηκε από την εργοδοσία και απηχεί...
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σύνταγμα κείμενο / στρατού
- συντεταγμένες
- συντεταγμένος
- συντεταγμένα επίρρημα
- συντασσόμενος
- συντακτική εθνοσυνέλευση, επιτροπη κ.λπ.
- συνταντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στις απόψεις
συντακτική συμφωνία όρων