συρραπτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συρραπτικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συρραπτικό ουδέτερο
- ο φορητός ή επιτραπέζιος μηχανικός μηχανισμός που χρησιμοποιεί συρματάκια σχήματος Π για να συνδέσει μεταξύ τους φύλλα χαρτιού