συρρικνώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρρικνώνω < συρ- + αρχαία ελληνική ῥικνόομαι / ῥικνοῦμαι, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική resserrer

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ɾiˈkno.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐ρι‐κνώ‐νω

Ρήμα[επεξεργασία]

συρρικνώνω, αόρ.: συρρίκνωσα, παθ.φωνή: συρρικνώνομαι, π.αόρ.: συρρικνώθηκα, μτχ.π.π.: συρρικνωμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]