σφερδούκλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφερδούκλι | τα | σφερδούκλια |
γενική | του | σφερδουκλιού | των | σφερδουκλιών |
αιτιατική | το | σφερδούκλι | τα | σφερδούκλια |
κλητική | σφερδούκλι | σφερδούκλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σφερδούκλι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σφερδούκλι ουδέτερο
- (φυτό) άλλη μορφή του σπερδούκλι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σφερδούκλι
→ δείτε τη λέξη ασφόδελος |
Πηγές
[επεξεργασία]- σπερδούκλι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.