σχεδιαστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχεδιαστήριο ουδέτερο
- ο χώρος σχεδιασμού αρχιτεκτονικού βιομηχανικού η γραφιστικού σχεδίου
- το έπιπλο σχεδιασμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχεδιαστήριο