τίμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τίμηση | οι | τιμήσεις |
γενική | της | τίμησης* | των | τιμήσεων |
αιτιατική | την | τίμηση | τις | τιμήσεις |
κλητική | τίμηση | τιμήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τιμήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τίμηση < αρχαία ελληνική τῑ́μησις < τιμάω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τίμηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του τιμώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τίμηση
|