ταξιδιώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταξιδιώτισσα οι ταξιδιώτισσες
      γενική της ταξιδιώτισσας των ταξιδιωτισσών
    αιτιατική την ταξιδιώτισσα τις ταξιδιώτισσες
     κλητική ταξιδιώτισσα ταξιδιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταξιδιώτισσα < ταξιδιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta.ksiˈðʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐ξι‐διώ‐τισ‐σα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταξιδιώτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ταξιδιώτης