ταρίφα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ταρίφα | οι | ταρίφες |
γενική | της | ταρίφας | των | ταριφών |
αιτιατική | την | ταρίφα | τις | ταρίφες |
κλητική | ταρίφα | ταρίφες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταρίφα θηλυκό
- χρονοχρέωση
- τιμολόγιο, διατίμηση