τεζέκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τεζέκα οι τεζέκες
      γενική της τεζέκας
    αιτιατική την τεζέκα τις τεζέκες
     κλητική τεζέκα τεζέκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τεζέκα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /teˈze.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐ζέ‐κα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τεζέκα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]