τερλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τερλίκι τα τερλίκια
      γενική του τερλικιού των τερλικιών
    αιτιατική το τερλίκι τα τερλίκια
     κλητική τερλίκι τερλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τερλίκι < τουρκική terlik

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τερλίκι ουδέτερο

  1. κάλτσα που φοριέται µέσα στο σπίτι αντί για παντόφλα, πάνινα παπούτσια για το σπίτι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]