τετράντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετράντας < αρχαία ελληνική τετράς, (γενική πτώση τετράντος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετράντας αρσενικό
- αρχαίο όργανο μέτρησης γωνιών, καθέτων (δηλαδή υψών), και οριζοντίων (ήτοι αποστάσεων), που φέρεται να είχε εφεύρει ο Έλληνας μαθηματικός και αστρονόμος Ίππαρχος, και που χρησιμοποιούταν ιδιαίτερα στη ναυτιλία
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράντας
|