τετράρμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετράρμενο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ιστιοφόρο πλοίο ή σκάφος που φέρει τέσσερα άρμενα (κατάρτια με πανιά}
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετράρμενο