τετραπάρεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τετραπάρεση | οι | τετραπαρέσεις |
γενική | της | τετραπάρεσης* | των | τετραπαρέσεων |
αιτιατική | την | τετραπάρεση | τις | τετραπαρέσεις |
κλητική | τετραπάρεση | τετραπαρέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, τετραπαρέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραπάρεση θηλυκό
- (ιατρική): μερική τετραπληγία, μερική παράλυση των άνω και κάτω άκρων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραπάρεση
|