τετραστάδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραστάδιο ουδέτερο, (λόγιο) τετραστάδιον, ουσιαστικοποιημένο του τετραστάδιος
- αρχαία μονάδα μήκους ίση με το μήκος τεσσάρων σταδίων
- (ναυτικός όρος): 0,4 του μιλίου, περίπου 740 μέτρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραστάδιο
|