τετραχρωμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τετραχρωμία < από το επίθετο τετράχρωμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τετραχρωμία θηλυκό
- (τυπογραφία) η μέθοδος τυπογραφικής ανατύπωσης εικόνων με τέσσερις πλάκες διαφορετικού χρώματος (κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο)
- ο συνδυασμός τεσσάρων χρωμάτων για την παραγωγή ή δημιουργία ενός έργου
- η ιδιότητα του τετράχρωμου
- (ζωγραφική) μια μέθοδος χρησιμοποίησης των χρωμάτων, ιδιαίτερα στην βυζαντινή αγιογραφία της λεγόμενης "Κρητικής Σχολής"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τετραχρωμία
|