τηλεγραφητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεγραφητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεγραφητής αρσενικό (θηλυκό τηλεγραφίστρια)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τηλέγραφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεγραφητής