τηλεκατευθυνόμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεκατευθυνόμενο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τηλεκατευθυνόμενος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεκατευθυνόμενο ουδέτερο
- συσκευή που την τηλεκατευθύνουν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεκατευθυνόμενο
|