τηλεπερσόνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεπερσόνα θηλυκό
- (νεολογισμός, ειρωνικό) (αρσενικό ή θηλυκό) άτομο που θεωρείται ότι αποτελεί τηλεοπτική προσωπικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεπερσόνα
|