τηλεπισκοπίστρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τηλεπισκοπίστρια οι τηλεπισκοπίστριες
      γενική της τηλεπισκοπίστριας των τηλεπισκοπιστριών
    αιτιατική την τηλεπισκοπίστρια τις τηλεπισκοπίστριες
     κλητική τηλεπισκοπίστρια τηλεπισκοπίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τηλεπισκοπίστρια < τηλεπισκοπισ(της) + -τρια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ti.le.pi.skoˈpi.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τη‐λε‐πι‐σκο‐πί‐στρι‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τηλεπισκοπίστρια θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]