τιτλοφόρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιτλοφόρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου τιτλοφόρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τιτλοφόρο ουδέτερο
- (παρωχημένο, λόγιο) δημοσίευμα με ξεχωριστό τίτλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τιτλοφόρο
|