τοξόπλασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοξόπλασμα ουδέτερο
- γένος πρωτοζώων τα οποία προκαλούν ασθένεια σε θηλαστικά και πτηνά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τοξόπλασμα