τρασαδούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρασαδούρα οι τρασαδούρες
      γενική της τρασαδούρας
    αιτιατική την τρασαδούρα τις τρασαδούρες
     κλητική τρασαδούρα τρασαδούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τρασαδούρα < trash + -αδούρα κατά το σκαρταδούρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τρασαδούρα θηλυκό

  • ο σχετικός με σκουπίδια
    ※  Επιτέλους μία πραγματικά φρέσκια εκπομπή, από νέους ανθρώπους, ίχνος τρασαδούρας, σπιντάτη, σύγχρονη και αξιοπρεπέστατη! (Η Εύα η κουκουλοφόρος, enimerosi24.gr, 21/2/2013 [1])
    ※  Την παράκρουση τη διαβάζεις καθημερινά στα μέσα κοινωνικής ενημέρωσης. Οι απόλυτες τρασαδούρες, μιλάνε για στιλ και κουλτούρα, οι απόλυτες βίζιτες για ποιότητα, αυτοί που είναι στα αζήτητα για επιλογές και οι απολύτως άσχετοι για ένα φαντασιακό lifestyle. (Καταλαβαίνεις αυτό που βλέπεις; 20/4/2016, cosmopoliti.com [2])

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]