σκαρταδούρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκαρταδούρα | οι | σκαρταδούρες |
γενική | της | σκαρταδούρας | — | |
αιτιατική | τη | σκαρταδούρα | τις | σκαρταδούρες |
κλητική | σκαρταδούρα | σκαρταδούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκαρταδούρα < σκαρτάδα / σκαρτάδος + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /skaɾ.taˈðu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκαρ‐τα‐δού‐ρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκαρταδούρα θηλυκό
- (οικείο, μεγεθυντικό, επιτατικό ουσιαστικό) άχρηστα πράγματα ή (κατ’ επέκταση) πρόσωπα ανεπιθύμητα, που δεν έχουν φερθεί σωστά
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σκάρτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με μεγεθυντικό επίθημα -ούρα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Μεγεθυντικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)