σκαρταδούρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκαρταδούρα οι σκαρταδούρες
      γενική της σκαρταδούρας
    αιτιατική τη σκαρταδούρα τις σκαρταδούρες
     κλητική σκαρταδούρα σκαρταδούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σκαρταδούρα < σκαρτάδα / σκαρτάδος  + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /skaɾ.taˈðu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκαρ‐τα‐δού‐ρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σκαρταδούρα θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]