τρατάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρατάρισμα < τρατάρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρατάρισμα ουδέτερο
- το κέρασμα όταν έχει κάποιος ξένους στο σπίτι
- Μην τρως απ' το καβανόζι! Το γλυκό του κουταλιού το έχω για τρατάρισμα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρατάρισμα
|