τριβαδισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριβαδισμός < (ελληνιστική κοινή) τριβάς < τρίβω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριβαδισμός αρσενικό
- η γυναικεία ομοφυλοφιλία, ο λεσβιασμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριβαδισμός