τρικέζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τρικέζα | οι | τρικέζες |
γενική | της | τρικέζας | των | (τρικεζών) |
αιτιατική | την | τρικέζα | τις | τρικέζες |
κλητική | τρικέζα | τρικέζες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /tɾiˈce.za/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρε‐κέ‐ζα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρικέζα θηλυκό
- (κινηματογράφος) ειδικό μηχάνημα λήψης μεμονωμένων φωτογραφιών που χρησιμοποιείται στη δημιουργία εφέ ή τρικ σε κινηματογραφική ταινία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρικέζα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- τρικέζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)