τροπόσφαιρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροπόσφαιρα οι τροπόσφαιρες
      γενική της τροπόσφαιρας των τροποσφαιρών
    αιτιατική την τροπόσφαιρα τις τροπόσφαιρες
     κλητική τροπόσφαιρα τροπόσφαιρες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροπόσφαιρα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροπόσφαιρα θηλυκό

  • η πρώτη ζώνη της ατμόσφαιρας που εκτείνεται μέχρι το ύψος περίπου των 10 χλμ από την επιφάνεια της γης· μέσα σε αυτήν συμβαίνουν όλα τα καιρικά φαινόμενα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]