τροφοδότρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροφοδότρα οι τροφοδότρες
      γενική της τροφοδότρας
    αιτιατική την τροφοδότρα τις τροφοδότρες
     κλητική τροφοδότρα τροφοδότρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροφοδότρα < τροφοδότης + κατάληξη θηλυκού -τρα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾo.foˈðo.tɾa/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροφοδότρα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]