τσελιγκάτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσελιγκάτο < τσέλιγκ(ας) + -άτο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσελιγκάτο ουδέτερο
- παλαιάς μορφής κοινωνικοοικονομική οργάνωση των τσοπάνων οι οποίοι ζούσαν νομαδικό ή ημινομαδικό βίο, μετακινούμενοι με τα κοπάδια τους, αναζητώντας βοσκοτόπια υπό την αρχηγία ενος τσέλιγκα.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσελιγκάτο
|