τσιβί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιβί τα τσιβιά
      γενική του τσιβιού των τσιβιών
    αιτιατική το τσιβί τα τσιβιά
     κλητική τσιβί τσιβιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιβί < (άμεσο δάνειο) τουρκική çivi (ξυλόκαρφο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιβί ουδέτερο

  1. το ξυλόκαρφο που τοποθετείται στην οπή του βαρελιού κρασιού
     συνώνυμα: μπουγιουρντί
  2. (συνεκδοχικά) :
    1. για υποθέσεις ή δουλειές επίπονες και εξουθενωτικές
    2. για υπέρογκους λογαριασμούς
    3. για πληρωμή ενός χρέους για λογαριασμό κάποιου άλλου.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]