τσιλιβήθρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιλιβήθρα οι τσιλιβήθρες
      γενική της τσιλιβήθρας των (τσιλιβηθρών)
    αιτιατική την τσιλιβήθρα τις τσιλιβήθρες
     κλητική τσιλιβήθρα τσιλιβήθρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιλιβήθρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική çilimi + -ήθρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιλιβήθρα θηλυκό

  1. (πτηνό) άλλη ονομασία του πουλιού σουσουράδα
  2. (μεταφορικά) χαϊδευτικά το πολύ μικρόσωμο και αδύνατο άτομο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]