τσιλιβήθρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσιλιβήθρα < (άμεσο δάνειο) αλβανική çilimi + -ήθρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιλιβήθρα θηλυκό
- (πτηνό) άλλη ονομασία του πουλιού σουσουράδα
- (μεταφορικά) χαϊδευτικά το πολύ μικρόσωμο και αδύνατο άτομο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σουσουράδα
|
αδύνατο άτομο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αλβανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ήθρα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πτηνά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)