τσιμίσκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμίσκι τα τσιμίσκια
      γενική του τσιμισκιού των τσιμισκιών
    αιτιατική το τσιμίσκι τα τσιμίσκια
     κλητική τσιμίσκι τσιμίσκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιμίσκι < τσίμα < σιμά η ονομασία προέρχεται από τη σιμή παράλληλη πλέξη των βούρλων (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιμίσκι ουδέτερο

  • (ιδιωματικό) χειροποίητο κυλινδρικό καλαθάκι διαφόρων μεγεθών από πλέξη ξερών βούρλων που χρησιμοποιείται στη στράγγιση τυροκομικών προϊόντων στη Νάξο και ευρύτερα στις Κυκλάδες (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]